ἡρμοσμένως

ἡρμοσμένως
ἁρμόζω
fit together
perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)
ἡρμοσμένως
fitly
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηρμοσμένως — ἡρμοσμένως (Α) επίρρ. επιτήδεια, αρμόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηρμοσμένος τού αρμόζω] …   Dictionary of Greek

  • BETARMONES — ab Homero Corybantes sic dicti, in Od. 6. v. 250. 383. Βητάρμονες, ὀρχηςταὶ οἱ διὰ τῶ ποδῶν ὀρχούμενοι ἀπὸ τȏυ ἡρμοσμένως βαίνειν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βητάρμων — βητάρμων, ο (Α) 1. ο χορευτής 2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ άρμων συνδέεται ως προς το β συνθετικό με την ομάδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”